θεοφυλλίνη

θεοφυλλίνη
Ονομασία της 1,3–διμεθυλοξανθίνης, χημικής ένωσης που είναι ισομερής προς τη θεοβρωμίνη. Αποτελείται από άχρωμους κρυστάλλους, έχει σημείο τήξης 264°C, βρίσκεται στα φύλλα του τσαγιού, αλλά παρασκευάζεται και συνθετικά. Η θ. είναι διεγερτικό του κεντρικού νευρικού συστήματος και χρησιμοποιείται ως διουρητικό και ως διεγερτικό της αναπνοής, μερικές φορές σε συνδυασμό με βαρβιτουρικά. H θ. ονομάζεται επίσης θεοκίνη.
* * *
η
(βιοχ. φαρμ.) αλκαλοειδής ξανθίνη η οποία υπάρχει στα φύλλα τού τσαγιού και σχετίζεται με την καφεΐνη και τη θειοβρωμίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. theophylline < theo- (πρβλ. θεο-) + phyll- (πρβλ. φύλλο) + -ine].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξανθίνες — Ονομασία φαρμάκων που παράγονται από την ξ., όπως είναι η θεοφυλλίνη, η θεοβρωμίνη και η καφεΐνη. Τα φάρμακα αυτά επιδρούν στο κεντρικό νευρικό σύστημα, στις λείες μυϊκές ίνες, στους χοληφόρους σωλήνες και στους βρόγχους. Επίσης έχουν διουρητική… …   Dictionary of Greek

  • ξανθίνη — Νιτρογενής ουσία με χημικό τύπο C5H4O2N4. Βρίσκεται στο πάγκρεας, στους ιστούς των μυών και σε μικρότερες ποσότητες στην ουρίνη. Επίσης και στους χυμούς μερικών φυτών, οπότε ονομάζεται ανθοξανθίνη. Το χρώμα είναι άσπρο και όταν ξεραίνεται, αφήνει …   Dictionary of Greek

  • παπαβερίνη — Αλκαλοειδής ουσία που περιέχεται στο όπιο· σε εξαιρετικά μικρές ποσότητες δεν έχει επίδραση στο κεντρικό νευρικό σύστημα, όπως τα οπιοειδή της ομάδας της μορφίνης. Διαθέτει έντονη σπασμολυτική δραστηριότητα και ενδείκνυται για τους σπασμούς του… …   Dictionary of Greek

  • παραξανθίνη — η χημ. δικυκλική οργανική ένωση, ισομερής με τη θεοβρωμίνη και τη θεοφυλλίνη, που είναι στερεό σώμα και αποτελεί συστατικό τών ούρων και που με μεθυλίωση μετατρέπεται σε καφεΐνη …   Dictionary of Greek

  • αγγειοδιασταλτικά — Φαρμακευτικές ουσίες που προκαλούν χαλάρωση στις λείες μυϊκές ίνες του τοιχώματος των αιμοφόρων αγγείων, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει η διάμετρός τους. Διακρίνονται σε ομάδες ανάλογα με τον μηχανισμό δράσης τους. 1. Ουσίες που δρουν άμεσα στις… …   Dictionary of Greek

  • ετεροκυκλικές ενώσεις — Ακόρεστες οργανικές ενώσεις με δομή πενταμελούς ή εξαμελούς δακτυλίου. Το χαρακτηριστικό αυτό των ενώσεων, από το οποίο και προκύπτει η ονομασία τους, είναι η παρουσία μέσα στον δακτύλιο ενός ή περισσότερων ατόμων διαφορετικών από τον άνθρακα που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”